Στις αρχές της δεκαετίας του ‘80, όταν η τάση μαζικοποίησης είχε δημιουργήσει ένα φιλελεύθερο κλίμα εκσυγχρονισμού σε όλους τους τομείς, μια ομάδα ακτιβιστών στην Ιταλία με επικεφαλής τον Carlo Petrini αντέδρασε στο καταναλωτικό παραλήρημα που επικρατούσε, παρουσιάζοντας την αντίθετη όψη του νομίσματος. Συγκεκριμένα επέκριναν τον νέο τρόπο διατροφής και εισήγαγαν την έννοια του slow food σε αντιπαράθεση με τα fast food. Η ομάδα είχε στόχο να υπερασπιστεί τις τοπικές παραδόσεις, το ποιοτικό φαγητό, και την γαστρονομική απόλαυση. Στα χρόνια που ακολούθησαν, το νέο αυτό ρεύμα αποτέλεσε ένα ευρύτερο κίνημα περιλαμβάνοντας πολλών ειδών projects σε διαφορετικούς τομείς που έτυχαν την υποστήριξη εκατομμυρίων ανθρώπων σε περισσότερες από 160 χώρες.
Στην ίδια φιλοσοφία του ήπιου ρυθμού ζωής, εντάσσεται και ο όρος slow tourism (αργός τουρισμός) που εμφανίστηκε ως ταξιδιωτική τάση την τελευταία δεκαετία. Όπως αναφέρουν οι Moira et al. (2017) αποτελεί το αντίδοτο του μαζικού τουρισμού, δηλαδή του τουρισμού που αφορά σε μια μορφή κατανάλωσης του τόπου, με γρήγορες εικόνες και φευγαλέες εντυπώσεις, διαρκή επαφή με το χρόνο και άγχος για να δει κανείς πολλά μέσα σε λίγες μέρες.
Σε αντίθεση λοιπόν, ο αργός τουρισμός έχει στόχο την προώθηση του τουρισμού σε περιοχές που δεν είναι ευρέως γνωστές και ταυτόχρονα την αποσυμφόρηση της πίεσης που μπορεί να δέχονται οι ήδη καθιερωμένοι στον τουριστικό χάρτη τόποι. Οι τουρίστες αυτού του είδους επιθυμούν διαμονή τουλάχιστον 7 ημερών ώστε να αφιερώσουν χρόνο για να εξερευνήσουν το μέρος που επισκέπτονται, να νιώσουν τον παλμό της φύσης και να γευτούν τα τοπικά προϊόντα. Επιδιώκουν την αλληλεπίδραση με τους ντόπιους και τη γνωριμία με την τοπική κουλτούρα που θα τους επιτρέψει να προσαρμοστούν και να βιώσουν με αυθεντικό τρόπο το ρυθμό ζωής της τοπικής κοινότητας.
Τα τελευταία χρόνια, κατά αντιστοιχία με τα παραπάνω, έχουν εμφανιστεί και οι όροι υπερτουρισμός (overtourism) και υποτουρισμός (undertourism). Ο υπερτουρισμός συνοδεύεται από υπερσυγκέντρωση τουριστών σε περιοχές ευρέως γνωστές, κατά κύριο λόγο σε περιόδους υψηλής ζήτησης. Αυτός ο τύπος τουρισμού υποβαθμίζει την ποιότητα ζωής των κατοίκων αλλά και των επισκεπτών οι οποίοι αδυνατούν να απολαύσουν το μέρος εξαιτίας του υπερβολικού αριθμού εισερχόμενων επισκεπτών.
Από την άλλη μεριά, ο υποτουρισμός συμβαίνει σε μέρη που είναι λιγότερο γνωστοί προορισμοί και που συχνά βρίσκονται σε κοντινή απόσταση με εκείνους που δέχονται μεγάλη προσέλευση επισκεπτών. Οι τουρίστες αυτού του είδους προτιμούν προσωποποιημένες υπηρεσίες σε απόκρυφα μέρη της περιφέρειας και βιωματικές εμπειρίες για την ανακάλυψη της μοναδικής αίσθησης που έχει η κάθε περιοχή.
Η μετά-covid19 περίοδος έχει αποτελέσει μια ευκαιρία ώστε πολλοί πλέον τουρίστες να αναζητούν μοναδικές εμπειρίες σε προορισμούς που λίγοι επιλέγουν ενώ ταυτόχρονα έχει ευαισθητοποίησει επιχειρήσεις για την υιοθέτηση βιώσιμων πρακτικών και την προσέλκυση υπεύθυνων τουριστών. Σε δημοσκοπήσεις που γίνονται φαίνεται ότι οι πιο δημοφιλείς τρόποι για να γίνει ένας τουρίστας πιο υπεύθυνος είναι οι παρακάτω:
Εγχώριος τουρισμός (επιλέγει να ταξιδεύει εντός της χώρας του)
Επιλογή πράσινων καταλύματων
Αλληλεπίδραση με ντόπιους
Ενίσχυση τοπικών επιχειρήσεων και επιλογή τοπικής κουζίνας και προϊόντων
Σεβασμός στην τοπική κουλτούρα, παράδοση και κληρονομιά
Πραγματοποίηση ταξιδιών εκτός εποχής
Προσπάθεια για αποφυγή αεροπορικών πτήσεων
Προσπάθεια για αναζήτηση και εξερεύνηση τόπων (hidden gems) και επιχειρήσεων εστίασης που είναι λιγότερο γνωστά
Moira, P., Mylonopoulos, D. &Kondoudaki, E. (2017). The Application of Slow Movement to Tourism: Is Slow Tourism a New Paradigm? Journal of Tourism and Leisure Studies, Volume 2, Issue 2.
No Comments